πηρίνα

πηρίνα
πηρίνα, ,
A = περίνεον, Gal.19.130 (not in text of Hp.); also cited from Hp.Haem. and Fist., = ἕδρα, ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πηρίνα — ἡ, Α 1. το περίνεο, η περιοχή τού κάτω μέρους τού σώματος, η οποία αντιστοιχεί με το κάτω στόμιο τής πυέλου 2. η έδρα, τα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πηρίς / πηρίν. Η σημ. τής λ. προήλθε πιθ. υπό την επίδραση τού τ. περίνεον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”